-
1 εκ
ἐκперед гласными ἐξ praep. cum gen.1) (движение изнутри наружу, снизу вверх или сверху вниз) из, от, с(ἐκ Πύλου ἐλθών Hom.)
οἱ αὐτομολήσαντες ἐκ τῶν πολεμίων Xen. — перебежчики от неприятеля;ἐκ βυθοῦ Theocr. — из глубины;καθῆσθαι ἄκρων ἐκ πάγων Soph. — сидеть (глядя вниз) на вершинах холмов2) ( источник) изδέχεσθαί τι ἐκ χειρός τινος Soph. — принимать что-л. из чьих-л. рук;
ἐκ ποταμοῦ νίζεσθαι Hom. — умываться из реки, т.е. речной водой;ἐκ φιαλῶν πίνειν Xen. — пить из чаш3) (отделение, освобождение) от(ἐκ δεσμῶν λυθείς Aesch.)
ἐκ κακῶν πεφευγέναι Soph. — ускользнуть от бедствий;ἐξ ὕπνου εἶναι Arst. — пробудиться от сна;ἐκ τοῦ μέσου καθῆσθαι Her. — уйти из (чьей-л.) среды, удалиться4) ( происхождение) из, отἐκ τοῦ φημὴ γενέσθαι Hom. — я называю его своим отцом;
ὅ ἐξ ἐμῆς μητρός Soph. — сын моей матери, т.е. мой брат;τὰ ἐκ τῆς γῆς φυόμενα Xen. — выросшее из почвы, т.е. произведения почвы;τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα Xen. — полевые сборы5) (действующее лицо; обычно перев. без предлога)τὸ ποιηθὲν ἐκ Ψαμμητίχου Her. — поступок Псамметиха;
ὅ ἐκ Διός Hom., Xen.; — ниспосланный Зевсом, зевсов;πᾶσαι τέχναι ἐκ Προμηθέως Aesch. — все искусства - от Прометея;ὅ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φόβος Xen. — страх, наведенный греками на варваров;ταῦτ΄ ἐξ Ἀτρειδῶν ἔργα Soph. — это - дело рук Атридов;γελᾶσθαι ἔκ τινος Eur. — быть предметом чьих-л. насмешек;ἥ ἐκ σοῦ δυσμένεια Soph. — твое недоброжелательство;τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Her. — построенные греками стены6) (материал, вещество, состав) изτὸ ἐξ οὗ (= ὕλη) Arst. — то, из чего (состоит предмет), вещество, материя;
ἐξ ἀδάμαντος Plat., Theocr.; — из стали;ἐκ κριθῶν μέθυ Aesch. — ячменная брага7) ( переход из одного состояния в другое) изτυφλὸς ἐκ δεδορκότος (sc. γεγονώς) Soph. — ставший из зрячего слепцом
8) (выделение, обособление) из, среди, междуπόλεως ἐκ πάσης μόνη Soph. — единственная во всем городе:
ἐκ πάντων προτιμᾶσθαι Thuc. — быть почитаемым превыше всех9) ( местоположение) на, вἐκ δεξιᾶς Xen. — справа, на правой стороне, ἐξ ἀγχιμόλοιο Hom. вблизи;
ἐκ τῆς ἰθέης Her. — напрямик:ἐκ τοῦ ἔμπροσθεν Xen. — впереди:ἐκ τοῦ πλαγίου Xen. — на фланге;ἐξ ἐναντίας Xen. — напротив10) ( точка прикрепления) на, сμαχαίρας εἶχον ἐκ τελαμώνων Hom. — мечи были у них на перевязях;
κρεμάσαι τι ἐκ πασσαλόφι Hom. — повесить что-л. на гвоздь11) ( зависимость) отπάντα ἐκ σέο ἄρτηται Her. — все зависит от тебя;
ἔκ τινος ἔχειν τὰς ἐλπίδας Thuc. — связывать свои надежды с чем-л.12) ( отсчет времени) сἐξ οὗ χρόνος οὐ πολύς Dem. — немного времени тому назад;ἐκ παλαιοῦ Xen. — издревле;ἐξ ἀρχῆς Arst. — с (самого) начала;ἐκ παιδός Xen. и ἐκ παίδων Xen., Arst.; — с детства;ἐκ πολλοῦ (χρόνου) Thuc., Arst.; — с давних пор, издавна;ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην Her. — со дня на день;πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος ; Xen. — как чувствует он себя после ранения?13) ( положение во времени) во время, в течениеἐκ νυκτῶν Hom. и ἐκ νυκτός Xen. — ночью;
ἐξ ἡμέρας Soph. — днем;ἐκ τοῦ λοιποῦ Xen. и ἐκ τῶν λοιπῶν Plat. — в дальнейшем;ἐκ νέης Her. — снова;ἐξ ὑστέρης Her. — впоследствии14) ( последовательность в пространстве или во времени) после, (вслед) заἐκ τοῦ ἀρίστου Xen. — после завтрака;
ἐκ τούτου Xen. и ἐκ τούτων Soph. — после этого;αἰθέρος ἐκ δίης Hom. — после ясной погоды;δέχεται κακὸν ἐκ κακοῦ Hom. — беда следует за бедой;πόλιν ἐκ πόλεως ἀμείβειν или ἀλλἀττειν Plat. — переходить из города в город;λόγον ἐκ λόγου λέγειν Dem. — громоздить одну речь на другую, т.е. бесконечно много говорить15) (принадлежность или связь; обычно перев. без предлога) из, отοἱ ἐκ φιλοσοφίας Arst. — занимающиеся философией;
τὸ ἐκ τῆς τέχνης Arst. — нечто от искусства, род мастерства;οἱ ἐκ τῆς πόλεως Thuc., Polyb.; — горожане;οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου Polyb. — члены (римского) сената, сенаторы;οἱ ἐκ Μακεδονίας βασιλεῖς Polyb. — македонские цари;οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. — рыночные торговцы;οἱ ἐκ τής ναυμαχίας Plat. — участники морского сражения16) (причина, основание) из, от, по, вследствие(ἐκ τρωμάτων θνῄσκειν Her.)
ἐκ τούτου и ἐκ τούτων Xen. — вследствие этого;τυφλὸς ἐκ νόσου Arst. — ослепший от болезни;ἐξ ἀνάγκης Soph. Arst. — из (по, вследствие) необходимости;ἐκ πλεονεξίας Dem. — из жадности;ἐκ φόβου Soph. — от (из) страха;ἔκ τινος ; Eur. и ἐκ τοῦ ; Xen. — вследствие чего?, из-за чего?;ἐξ и ἐκ τοῦ αὐτομάτου Xen. — по собственному побуждению;ἐκ θεόφιν Hom. — по побуждению божества;ἐξ ὑποθέσεως Arst. — по (пред)положению17) ( образ действия или способ) посредством, поἐκ παντὸς τρόπου Xen., Dem., Arst.; — всячески;
ἐκ διαδοχῆς Arst. — путем передачи;ἐκ τῆς νικώσης (sc. γνώμης) Xen. — большинством голосов;ἐξ ἐπιβουλῆς Xen. — с умыслом, преднамеренно;ἐκ τῶν δυνατῶν Xen. — по возможности, в меру сил;ἐξ ἴσου Xen. — в равном положении;ἐκ τῶν παρόντων Xen. — при нынешних обстоятельствах;ὅ ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος Xen. — искренний друг;ἐκ βίας Soph. — силой, насильно:ἐκ δόλου Soph. — хитростью, обманом;ἐκ θυμοῦ φιλεῖν Hom. — любить всем сердцем;δακρυχέειν ἐκ φρενός Aesch. — горько плакать;ἐξ ἅπαντος τοῦ νοῦ Plat. — чистосердечно;ἐκ τοῦ ἐμφανέος Her. — явно18) ( средство) посредством, с помощьюἐκ τῶν ἰδίων Isocr. — на личные средства, на собственный счет;
ζῆν ἔκ τινος Xen. — жить чем-л.;ἐκ χρημάτων παρασκευάζεσθαί τι Plut. — добывать себе что-л. за деньги;ἐκ τόξων ἀνύειν γαστρὴ φορβάν Soph. — добывать себе пропитание охотой (досл. луком);ἐκ σκήπτρου ὁδοιπορεῖν Soph. — странствовать, опираясь на посох;ἐκ χειρὸς βάλλειν Xen. — метать вручную19) (расстояние, отдаленность) вдали, с, наτηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης Hom. — далеко-далеко от (своей) земли;
ἐξ εἴκοσι βημάτων Plut. — с расстояния в двадцать шагов;ἐκ πατρίδος Hom. — вдали от родины;ἐκ βελέων Hom. — вне досягаемости стрел -
2 εποψις
- εως ἥ вид, кругозорτέν ἔποψιν τῆς ναυμαχίας ἔχειν Thuc. — иметь перед собой картину морского сражения;
ἐπ΄ ὅσον ἥ ἔ. τοῦ ἱροῦ εἶχε Her. — насколько простирался вид из храма;καταοτῆναι εἰς ἔποψίν τινος Plut. — стать на виду у кого-л.;ἐκτὸς εἶναι τῆς ἐπόψεως Plat. — быть вне поля зрения -
3 αντιπαλον
τό1) противная сторона, противник Thuc., Polyb., Plut.2) другая сторонаἐπὴ τἀντίπαλον Eur. — с другой стороны
3) равенство сил, равновесие(τῆς ναυμαχίας Thuc.)
См. также в других словарях:
Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek
Σαλαμίνα — Νησί του Σαρωνικού, κοντά στη δυτική παραλία της Αττικής. Έχει σχήμα ακανόνιστο και στη δυτική του ακτή ανοίγεται ο βαθύς κόλπος της Σ., που χωρίζει σχεδόν σε δύο το νησί. Εκεί βρίσκεται το ομώνυμο λιμάνι. Πρόκειται για μεγάλο παράλιο οικισμό (23 … Dictionary of Greek
Λάδη — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 253 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, προς τα σύνορα με τη Βουλγαρία, 121 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων.… … Dictionary of Greek
Λυσίας — I (Αθήνα 458; – 380; π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Ήταν γιος ενός πλούσιου Συρακούσιου, του Κεφάλου, ο οποίος ζούσε ως μέτοικος στην Αθήνα. Εξαιτίας των δημοκρατικών φρονημάτων του, αντιμετώπισε τις διώξεις των Τριάκοντα Τυράννων: η περιουσία του… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ανατολικό Ζήτημα — Ονομάστηκε έτσι η πολύπλοκη πολιτική κατάσταση που δημιουργήθηκε στη Βαλκανική χερσόνησο και στην Εγγύς Ανατολή από τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες, παρακολουθώντας την εξασθένηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως μετά την… … Dictionary of Greek
Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο … Dictionary of Greek
Κύθηρα — I Νησί (278 τ. χλμ., 3.354 κάτ.) στη συμβολή του Ιονίου, του Μυρτώου και του Κρητικού πελάγους. Βρίσκεται απέναντι από τον Λακωνικό κόλπο, ΝΔ του ακρωτηρίου Μαλέας. Υπάγεται διοικητικά στη νομαρχία Πειραιώς του νομού Αττικής. Το σύνολο των… … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… … Dictionary of Greek